Αδιάφορη για το παιδί της, προκλητική με τις Αρχές, αμετανόητη για ότι έχει συμβεί. Μόνο έτσι θα μπορούσε να περιγραφεί η μητέρα του μικρού Άγγελου που μετά τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη συνεχίζει να δίνει μάχη για τη ζωή του στη ΜΕΘ του ΠΑΓΝΗ.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει ξεκάθαρα από την απολογία της που παρουσιάζει το protothema.gr, στην οποία η συλληφθείσα, αφού αρνείται κατηγορηματικά ότι χτύπησε ποτέ το τρίχρονο αγγελούδι, στη συνέχεια περιγράφει ανερυθρίαστα τις στιγμές που ο σύντροφός χτυπούσε μπροστά της το παιδί με ένα ξύλο από την κούνια του χωρίς αυτή ουσιαστικά να κάνει τίποτα για να το αποτρέψει.
«Μετά τον ένα μήνα (της γνωριμίας τους), αυτός ξεκίνησε να του ασκεί βία του παιδιού, το χτυπούσε με το ξύλο της κούνιας που είχε, το χτυπούσε ή στα χέρια, αυτό ξεκίνησε τέλος Νοέμβρη με αρχές Δεκέμβρη. Το χτυπούσε γιατί έκανε ζαβολιές και δεν τον άφηνε να είναι μαζί μου αυτός συνέχεια. Το παιδί είχε συνηθίσει να πηγαίνω τουαλέτα και να είναι δίπλα μου επειδή δεν είχα κάποιον να τον κρατήσει, και αυτό τον πείραζε, έλεγε δεν είναι σωστό για το παιδί αυτό. Του χτυπούσε το χέρι με το ξύλο, του χτυπούσε την πατούσα από κάτω, αυτό γινόταν συνέχεια. Την πρώτη φορά του μίλησα με νεύρα, του είπα ότι αν το ξανακάνει θα κινηθούμε διαφορετικά στην αστυνομία. Την επόμενη ημέρα το χτύπησε ξανά στην πατούσα από κάτω με το ξύλο, έλεγε, έτσι έκανε η συγχωρεμένη η μάνα μου για να κάτσουν καλά τα παιδιά. Την τρίτη φορά του είπα ότι θα ζητήσω χρήματα από τους γονείς μου να σηκωθώ να φύγω. Πήρα τον πατέρα μου και μου είπε ξανασκέψου το, έχει γίνει κάτι; Όμως δεν μπορούσα να μιλήσω γιατί ήταν και εκείνος μπροστά. Έπαιρνα με το κινητό μου τον πατέρα μου και του έλεγα να φύγω. Είπα στον μπαμπά μου ότι συμπεριφέρεται άσχημα πάνω στο παιδί και του ζήτησα χρήματα για να φύγω από το σπίτι να πάω στην αστυνομία. Δεν με είχε κλειδωμένη, μου είχε πει όμως να μην φύγω και να αφήσω τα σκυλιά. Δεν είχα κλειδιά για να βγω έξω και να ξαναγυρίσω, δηλαδή αν έφευγα να πάω στην αστυνομία να τον καταγγείλω δεν θα μπορούσα να ξαναγυρίσω» ανέφερε συγκεκριμένα.
«Φοβόμουν να μιλήσω»
Αφού λοιπόν αν τον κατήγγειλε, όπως λέει, δεν θα μπορούσε να ξαναγυρίσει σπίτι της, προτίμησε να κάτσει άπραγη και να βλέπει το παιδί της να βασανίζεται καθημερινά.
«Ήμουν μπροστά όταν το χτυπούσε το παιδί, του έπαιρνα το ξύλο και αγκάλιαζα το παιδί. Την πρώτη φορά το πέταξα εγώ το ξύλο έξω στην αυλή, αυτός το έπαιρνε ξανά. Μετά το πέταξε η κόρη του έξω στην αυλή. Του μιλούσα αλλά δεν άκουγε ποτέ. Πήρα ξανά τον πατέρα μου αλλά μου έλεγε ότι τα πράγματα θα φτιάξουν. Εγώ του έλεγα ότι γίνονται χειρότερα. Δεν μπορούσα να του πω τι ακριβώς είχε γίνει. (…) Σε όλο αυτό φοβόμουνα να μιλήσω γιατί φοβόμουνα ότι θα μου κάνει κακό και εμένα. Δεν με είχε περιορισμένη, δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, ούτε με είχε απειλήσει ότι θα με σκοτώσει, αλλά φοβόμουν να μιλήσω» ισχυρίζεται σε άλλο σημείο της απολογίας της.
Φυσικά το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει από τα παραπάνω είναι πώς είναι δυνατόν η κατηγορούμενη να φοβάται τον σύντροφό της από τη στιγμή που, όπως η ίδια λέει, ούτε την είχε περιορισμένη, ούτε την είχε χτυπήσει ποτέ, ούτε την είχε απειλήσει ότι θα την σκοτώσει.
Τι λέει για τη μέρα που το παιδί μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο
Αναφερόμενη δε στην ημέρα που το παιδί μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, η μητέρα του ανήλικου αρνείται κάθε εμπλοκή της αναφέροντας συγκεκριμένα τα εξής:
«Την τελευταία ημέρα, στις 26, ξύπνησα κανονικά με το παιδί. Σηκώθηκα, τον έπλυνα, τον καθάρισα και ο (σύντροφος) μου ζήτησε καφέ. Πήγα να πάρω καφέ σε απόσταση ούτε ένα λεπτό από το περίπτερο γιατί πίνει νες καφέ. Μέχρι να γυρίσω, γυρνάω σπίτι και βλέπω το παιδί πάνω στον καναπέ με γυρισμένα τα μάτια, να φαίνεται μόνο το άσπρο. Το παιδί ήταν ανάσκελα στον καναπέ, ο (σύντροφος) ήταν με ένα κοριτσάκι από δίπλα και το ρώτησα και μου είπε ότι άκουσε φωνές και ήρθε. Άκουσα φωνές από τον (σύντροφο), μπήκα μέσα άκουγα από την εξώπορτα, τον άκουγα που έλεγε «Άγγελε, Άγγελε», μπήκα μέσα κλαίγοντας που είδα το παιδί μου έτσι. Έπιασα το χέρι του μικρού και ο (σύντροφος) μου είπε εσύ φύγε, του έκανε εισπνοές, του φύσαγε στο στόμα, του έκανε κάρπα. Το παιδί κάποια στιγμή έκανε ένα «ααα και μαμαμα», μετά τίποτα άλλο. Μετά ήρθε το ασθενοφόρο. Τα δάχτυλα του στο χέρι ήταν πρησμένα και μαυρισμένα από το ξύλο. Εγώ φώναζα, ρώταγα τι έγινε και μου είπε (ο σύντροφος) ότι το παιδί πήγε να σηκωθεί, έχασε τις αισθήσεις του και χτύπησε στο τραπεζάκι».
Ολόκληρη η απολογία της κατηγορουμένης
«Δεν αποδέχομαι τις κατηγορίες. Εγώ το παιδί το είχα χτυπήσει στο μπέιμπι λίνο του. Το παιδί το χτύπησα πάνω στο μπεμπιλίνο του. Γέννησα στις 20-1-2022, είχα σχέση τότε με τον πατέρα του παιδιού. Μέναμε στο σπίτι του στην Αθήνα στον Περισσό μέχρι 20 ημερών, μαζί με την μητέρα του και τα άλλα τρία αδέρφια του. Τότε ήταν αυτός 20 χρονών, τώρα είναι 23. Με χτυπούσε εμένα αυτός και πήρα το παιδί και έφυγα. Πήγα στον πατέρα μου στον Ωρωπό, του έκανα καταγγελία, του έκαναν σύσταση, μετά προσπαθούσε να με βρει. Με έπαιρνε τηλέφωνο, μηνύματα κλπ. Του έδωσα ευκαιρία και όταν πήγαμε εκεί, το παιδί ήταν ενός χρόνου και το χτυπούσε το παιδί. Μετά του έκανα καταγγελία, δεν έγινε τίποτα. Είχε μείνει εκεί, δεν προχώρησε παρακάτω. Μετά από όλο αυτό τον καιρό γνώρισα τον κύριο (όνομα του συντρόφου της), μου τον γνώρισε μία φίλη. Είχε έρθει το παιδί της στον Ωρωπό, μιλήσαμε με βιντεοκλήση. Μου είπε «θέλεις να κατέβεις κάτω να συζήσουμε», μου είπε και η άλλη κοπέλα «γιατί δεν κάνεις κάτι με αυτόν;», για δύο τρεις βδομάδες γινόταν αυτό. Της είπα ότι δεν μπορώ να κατέβω και να φέρω το παιδί μου σε έναν ξένο άνθρωπο. Αυτός δεν ήξερε να γράφει, μιλάγαμε μέσω κάμερας, μου είπε να κατέβω να γνωριστούμε. Το σκεφτόμουν, το ξανασκεφτόμουν για πέντε μέρες. Πήρα την απόφαση να κατέβω. Την πήρα βαριά μεν, όμως την πήρα. Το σκεφτόμουν όταν ήμουν στο καράβι, σκεφτόμουν που πάω, να την κάνω ή όχι; Φτάνω στο Ηράκλειο και ήρθε ο συγκατηγορούμενός μου με την κόρη του. Πήγαμε σπίτι του και αγκαλιές φιλιά στο παιδί αυτός, η κόρη του. Τον ένα μήνα, τέλος Οκτώβρη όλα κανονικά ήταν. Εγώ ήμουν σπίτι, αυτός δούλευε, έλεγε ελεύθερος επαγγελματίας. Εγώ ήμουν με το παιδί. Είχε συνηθίσει το παιδί μαζί μου όλο αυτό τον καιρό, ερχόταν μαζί μου μέχρι να συνηθίσει τον χώρο το παιδί. Είχε δωμάτια και πάνω το σπίτι.
Μετά τον ένα μήνα, αυτός ξεκίνησε να του ασκεί βία του παιδιού, το χτυπούσε με το ξύλο της κούνιας που είχε, το χτυπούσε ή στα χέρια, αυτό ξεκίνησε τέλος Νοέμβρη με αρχές Δεκέμβρη. Το χτυπούσε γιατί έκανε ζαβολιές και δεν τον άφηνε να είναι μαζί μου αυτός συνέχεια. Το παιδί είχε συνηθίσει να πηγαίνω τουαλέτα και να είναι δίπλα μου επειδή δεν είχα κάποιον να τον κρατήσει, και αυτό τον πείραζε, έλεγε δεν είναι σωστό για το παιδί αυτό. Του χτυπούσε το χέρι με το ξύλο, του χτυπούσε την πατούσα από κάτω, αυτό γινόταν συνέχεια. Την πρώτη φορά του μίλησα με νεύρα, του είπα ότι αν το ξανακάνει θα κινηθούμε διαφορετικά στην αστυνομία. Την επόμενη ημέρα το χτύπησε ξανά στην πατούσα από κάτω με το ξύλο, έλεγε, έτσι έκανε η συγχωρεμένη η μάνα μου για να κάτσουν καλά τα παιδιά. Την τρίτη φορά του είπα ότι θα ζητήσω χρήματα από τους γονείς μου να σηκωθώ να φύγω. Πήρα τον πατέρα μου και μου είπε ξανασκέψου το, έχει γίνει κάτι; Όμως δεν μπορούσα να μιλήσω γιατί ήταν και εκείνος μπροστά. Έπαιρνα με το κινητό μου τον πατέρα μου και του έλεγα να φύγω. Είπα στον μπαμπά μου ότι συμπεριφέρεται άσχημα πάνω στο παιδί και του ζήτησα χρήματα για να φύγω από το σπίτι να πάω στην αστυνομία. Δεν με είχε κλειδωμένη, μου είχε πει όμως να μην φύγω και να αφήσω τα σκυλιά. Δεν είχα κλειδιά για να βγω έξω και να ξαναγυρίσω, δηλαδή αν έφευγα να πάω στην αστυνομία να τον καταγγείλω δεν θα μπορούσα να ξαναγυρίσω.
Εγώ έλεγα μέσα μου, τα σκυλιά με ενδιαφέρουν ή το παιδί μου; Ποτέ δεν έβγαλα βόλτα τα σκυλιά, τις περισσότερες φορές έπαιρνα και το μικρό μαζί να πηγαίνουμε από πάνω στο πάρκο.
Τις τελευταίες ημέρες πριν το συμβάν με το παιδί αυτός, ο (όνομα του συντρόφου της), ήταν άρρωστος. Εγώ έβγαινα και την ημέρα που αυτός ήταν στη δουλειά. Είχαμε ένα κλειδί, κλείδωνα την πόρτα και έβγαινα, δεν είχε ο καθένας το δικό του κλειδί, ήταν μόνο ένα. Αφού μίλησα με τον μπαμπά μου του είπα ότι θέλω να φύγω.
Την πρώτη φορά το χτύπησε με το ξύλο στα χέρια. Είχε ένα πρόβλημα με το γεννητικό του μόριο. Δυσκολευόταν, ήθελε λίγο χρόνο για να κατουρήσει. Αυτός, (ο σύντροφος), δεν το δεχόταν αυτό. Του έλεγα άσε το παιδί, είναι δικό μου θέμα. Τον είχε δει την ώρα που τον άλλαζα, τον είχε δει ότι είχε αυτό το πρόβλημα. Όταν πρωτοήρθα και λίγο πριν γίνει όλο αυτό το συμβάν, το είχε δει. Ήξερε για το πρόβλημα με το γεννητικό του μόριο.
Ο μπαμπάς μου δεν μου έστειλε λεφτά να φύγω, μου είπε να τα λύσουμε όλα αυτά που γίνονταν με το παιδί. Ο (σύντροφος) μου είπε ότι δεν θα ξανά ανακατευτεί και την ίδια μέρα που του έκανα τη συζήτηση, το χτύπησε ξανά στα δυο του χέρια με το ξύλο και μετά στις πατούσες, επειδή δεν άκουγε εμένα, επειδή δεν έπαιζε με τα παιχνίδια του, επειδή δεν κινούσε τα χέρια του να παίξει.
Εγώ του ξαναμίλησα, τον ρώτησα γιατί το κάνει. Ήμουν μπροστά όταν το χτυπούσε το παιδί, του έπαιρνα το ξύλο και αγκάλιαζα το παιδί. Την πρώτη φορά το πέταξα εγώ το ξύλο έξω στην αυλή, αυτός το έπαιρνε ξανά. Μετά το πέταξε η κόρη του έξω στην αυλή. Του μιλούσα αλλά δεν άκουγε ποτέ. Πήρα ξανά τον πατέρα μου αλλά μου έλεγε ότι τα πράγματα θα φτιάξουν. Εγώ του έλεγα ότι γίνονται χειρότερα. Δεν μπορούσα να του πω τι ακριβώς είχε γίνει. (…) Σε όλο αυτό φοβόμουνα να μιλήσω γιατί φοβόμουνα ότι θα μου κάνει κακό και εμένα. Δεν με είχε περιορισμένη, δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, ούτε με είχε απειλήσει ότι θα με σκοτώσει, αλλά φοβόμουν να μιλήσω. Μόνο με τη γυναίκα του την πρώην, ανέφερε αυτή τώρα πως ότι και να συνέβη πάνω στο δικό μου το παιδί, θα τον σώσει τον (όνομα συντρόφου). Το ανέφερε πριν τα Χριστούγεννα, 26-12-2024, που έβγαλε ο (σύντροφος) τις φωτογραφίες και το βίντεο, με τις μελανιές στο γόνατο του μικρού για να λέει πως δεν το έκανε αυτός αλλά εγώ. (…) Εγώ του είπα ότι δεν τις έκανα εγώ αυτές τις μελανιές. Όταν ο (σύντροφος) έπαιρνε τα zanax ήταν πολύ διαφορετικός.
Τον Δεκέμβρη τον έβαζε συνέχεια να κάθεται στο χαλί. Εγώ του έδινα τα παιχνίδια του να παίζει, τον τάιζε ένα τοστ, ένα αυγό, του έδινα γάλα, το μεσημέρι το φαγητό του με τα χρήματα του (όνομα συντρόφου). Όταν το κακομεταχειριζόταν του φώναζα, του έλεγα, ξανά τα ίδια, ξανά; Εγώ τον είχα χτυπήσει γιατί πήγαινε και άγγιζε τις πρίζες, τα καλώδια, μόνο στο μπειμπιλίνο τον είχα χτυπήσει εγώ. Ερχόταν όπου πήγαινα, τον φώναζε αυτός, του έλεγα γιατί δεν τον αφήνεις να έρχεται κοντά μου, εγώ καθόμουν κάτω να παίξω μαζί του και αυτός μου φώναζε, δεν τον άκουγα, καθόμουν και παίζαμε, όση ώρα έπαιζα μαζί του αυτό μιλούσε, κινούσε τα χέρια του. Εγώ πήγαινα στο μπάνιο, του έλεγα παίξε και έρχεται η μαμά. Άκουγα από πάνω να του φωνάζει γιατί δεν παίζεις; Επειδή δεν κινούσε τα χέρια του αλλά κοιτούσε ένα παιχνίδι συνέχεια. Άκουγα τις φωνές, ρώταγα τον μικρό αν έγινε κάτι, εκείνο έλεγε όχι μαμά όλα καλά.
(…) Είχα δει τα πόδια του παιδιού τον Δεκέμβριο, δεν είχε πέσει από τη σκάλα. Είχε ανοίξει το συρτάρι πάνω στο δωμάτιο και του έπεσε στο συρτάρι στο πόδι, μετά φόραγε την κάλτσα. (…) Αυτός τον πίεζε να κατουρήσει. Αυτός ήρθε και το τσίμπησε. Δεν ήταν από τσιγάρο καμένο το παιδί, στο πουλάκι του το είχε ακουμπήσει, τον πήρα τον αναπτήρα και τον πέταξα. Μου είπε αυτός ότι δεν ήταν αναμμένος. Το παιδί δεν αντέδρασε. Τσιγάρα δεν είχε κάψει ποτέ πάνω του, εγώ δεν καπνίζω, δεν το έκαψε ποτέ. Εγώ πάντως δεν το έχω κάψει ποτέ το παιδί με τσιγάρο, ούτε τον είδα να το καίει αυτός. (…) Η γρατζουνιά στην πλάτη του παιδιού ήταν από τη λεκάνη που τον έβαλε μέσα. Την ίδια ημέρα που δεν μπορούσε να ουρήσει και τον έκαψε με τον αναπτήρα στο πουλάκι του, και στην πατούσα από κάτω τον είχε κάψει, μετά τον έβαλε μέσα στη λεκάνη. Δεν τον χτύπησε κανείς με ρόπαλο ή κάτι.
(…) Την τελευταία ημέρα, στις 26, ξύπνησα κανονικά με το παιδί. Σηκώθηκα, τον έπλυνα, τον καθάρισα και ο (σύντροφος) μου ζήτησε καφέ. Πήγα να πάρω καφέ σε απόσταση ούτε ένα λεπτό από το περίπτερο γιατί πίνει νες καφέ. Μέχρι να γυρίσω, γυρνάω σπίτι και βλέπω το παιδί πάνω στον καναπέ με γυρισμένα τα μάτια, να φαίνεται μόνο το άσπρο. Το παιδί ήταν ανάσκελα στον καναπέ, ο (σύντροφος) ήταν με ένα κοριτσάκι από δίπλα και το ρώτησα και μου είπε ότι άκουσε φωνές και ήρθε. Άκουσα φωνές από τον (σύντροφο), μπήκα μέσα άκουγα από την εξώπορτα, τον άκουγα που έλεγε «Άγγελε, Άγγελε», μπήκα μέσα κλαίγοντας που είδα το παιδί μου έτσι. Έπιασα το χέρι του μικρού και ο (σύντροφος) μου είπε εσύ φύγε, του έκανε εισπνοές, του φύσαγε στο στόμα, του έκανε κάρπα. Το παιδί κάποια στιγμή έκανε ένα «ααα και μαμαμα», μετά τίποτα άλλο. Μετά ήρθε το ασθενοφόρο. Τα δάχτυλα του στο χέρι ήταν πρησμένα και μαυρισμένα από το ξύλο. Εγώ φώναζα, ρώταγα τι έγινε και μου είπε (ο σύντροφος) ότι το παιδί πήγε να σηκωθεί, έχασε τις αισθήσεις του και χτύπησε στο τραπεζάκι».
GIPHY App Key not set. Please check settings