Η ζωή μετά το βαρύ πένθος, λόγω απώλειας του συζύγου και μέντορά της Μάρα Θρασυβουλίδου και Γιώργος Νιάρχος – Μια σπάνια σχέση δημιουργικής σύμπνοιας…
Ξαφνικά, το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου, «έσβησε» ο Γιώργος Νιάρχος, ο βιρτουόζος συνθέτης και μαέστρος, τον οποίο όλοι έχουμε συνδέσει με την αναβίωση της οπερέτας και ο οποίος εκπροσώπησε την Ελλάδα σε πλειάδα διεθνών φεστιβάλ.
Η απώλειά του προκάλεσε θλίψη στους ανθρώπους του πολιτισμού και περισσότερο στη φωνή δίπλα του, το alter ego του, ηθοποιό και σοπράνο Μάρα Θρασυβουλίδου, η οποία άλλωστε γνωστοποίησε και τη δυσάρεστη είδηση.
«Έχασα τον άνθρωπο που με αγάπησε πολύ, εκείνον που με προστάτευε όλη μου τη ζωή», σημείωσε, χαρακτηρίζοντάς τον όχι μόνο «σύζυγο και μέντορα, δάσκαλο», αλλά «το σύμπαν ολόκληρο».
Η Μάρα Θρασυβουλίδου είναι από τις ιδιαίτερες μορφές της εγχώριας showbiz. Η διαδρομή της από τα κινηματογραφικά πλατό και τις τηλεοπτικές παραγωγές έως τη λυρική σκηνή αποτελεί κατ’ αρχάς όχι συχνό παράδειγμα καλλιτέχνη που επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του.
Γεννημένη στη Λευκωσία και απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποίησε σπουδές κλασικής μουσικής, μοντέρνου χορού και πιάνου στο Ωδείο Αθηνών, καθώς και θεατρικής τέχνης στη Δραματική Σχολή του ίδιου ιδρύματος. Συμμετείχε σε πολλές παραστάσεις και συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έδωσε ρεσιτάλ και δίδαξε φωνητική.
Προέρχεται από οικογένεια καλλιτεχνών, όπως οι γονείς της και ο θείος της, ο αξέχαστος Βασίλης Αυλωνίτης, που ηγούνταν της «παλαιάς φρουράς» με τους τεράστιους ηθοποιούς μας στους αυτοσχεδιασμούς.
Η δεκαετία του ’80 τη βρήκε να συμμετέχει στις αποκαλούμενες βιντεοκασέτες, που τότε ήταν της μόδας, με τον ελληνικό κινηματογράφο να έχει χάσει τα «πατήματά» του, επιχειρώντας μετάβαση σε μια νέα εποχή.
Η Θρασυβουλίδου έπαιξε σε έργα όπως «Γεύση από Ελλάδα» (1979), «Γυναίκες στα όπλα» (1979), «Τα παιδιά της πιάτσας» (1979), «Ο παλαβός κόσμος του Θανάση» (1979), «Ο ποδόγυρος» (1980) και «Αδέξιος εραστής» (1984). Στις παραγωγές αυτές, άλλοτε σε πρωταγωνιστικούς και άλλοτε σε δευτερεύοντες ρόλους, ξεχώριζε για τη φυσικότητα και τη θεατρικότητα του λόγου της· πρωτίστως, για τη χαρακτηριστική φωνή της, η οποία σύντομα θα γινόταν το βασικό της «όπλο».
Προφανώς δεν την κάλυπτε αυτό το είδος της τέχνης, οπότε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 άρχισε να στρέφεται πιο συνειδητά στη μεγάλη της αγάπη: τη μουσική. Ξεκίνησε συστηματικές σπουδές φωνητικής και κλασικού τραγουδιού, ανακαλύπτοντας έναν νέο δρόμο έκφρασης.
Οι πρώτες εμφανίσεις της ως λυρική τραγουδίστρια έγιναν σε μικρές μουσικές σκηνές και σε παραστάσεις οπερέτας, προτού βρεθεί στις αίθουσες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η φωνή της –στεντόρεια, με πάθος και θεατρικότητα– την έκανε να ξεχωρίσει αμέσως. Δεν ήταν πια η «ηθοποιός που τραγουδά», αλλά μια σοπράνο που έβγαζε την ενδεδειγμένη δραματικότητα από τις νότες.
Παράλληλα, η συμμετοχή της ως καθηγήτρια φωνητικής στο τηλεοπτικό Fame Story του 2002 την επανέφερε στο προσκήνιο, αυτή τη φορά με την ιδιότητα της δασκάλας που μεταδίδει γνώση και εμπειρία σε νέους τραγουδιστές.
Η γνωριμία και ο γάμος της με τον συνθέτη και μαέστρο Γιώργο Νιάρχο υπήρξαν καθοριστικά για την προσωπική και επαγγελματική της ζωή. Οι δυο τους συνεργάστηκαν σε πολλές μουσικές παραστάσεις, ενώ μοιράστηκαν μια σπάνια σχέση δημιουργικής σύμπνοιας. Μαζί έστησαν προγράμματα οπερέτας, ρεσιτάλ και αφιερώματα που έφεραν στο προσκήνιο το είδος, σε μια περίοδο που έδειχνε να παραμερίζεται.
Κατά καιρούς, στο μακρινό παρελθόν, το όνομά της συνδέθηκε από τα περιοδικά της εποχής με γνωστούς ηθοποιούς και ανθρώπους του θεάτρου — ανάμεσά τους και ο αγαπημένος όλων μας, ανεξαιρέτως, Γρηγόρης Βαλτινός. Οι φήμες αυτές, προϊόν της έντονης κοινωνικότητας και του θεατρικού περιβάλλοντος, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Ωστόσο, μαρτυρούν τη γοητεία που ασκούσε ως παρουσία: μια γυναίκα δυναμική, καλλιεργημένη, αλέγκρα, γελαστή, κομψή, με συνδυασμό αυστηρότητας και ευαισθησίας.
Η ίδια δεν επεδίωξε ποτέ να σχολιάσει ή να εκμεταλλευθεί τη δημοσιότητα· προτίμησε να αφήσει τη φωνή και το έργο της να τη χαρακτηρίσουν. Σε μια εποχή που η τηλεοπτική προβολή συχνά υπερίσχυε του ταλέντου, αποσύρθηκε από τα φώτα και αφοσιώθηκε στη μουσική της εξέλιξη.
Σήμερα εργάζεται ως σοπράνο και καθηγήτρια φωνητικής, ενώ η σχέση της με το κοινό της έχει μετασχηματιστεί: δεν είναι πια το πρόσωπο των εξωφύλλων, αλλά η φωνή που γεμίζει αίθουσες και συγκινεί.
Από τις βιντεοκασέτες και τις ταινίες του ’80 μέχρι τη σκηνή της Λυρικής, ακολούθησε το δικό της απαιτητικό μονοπάτι, αποδεικνύοντας ότι το ταλέντο πάντα επιβιώνει. Ο γάμος και η συνεργασία της με τον Νιάρχο υπήρξαν σταθερό σημείο αναφοράς στη ζωή της, σε κάθε επίπεδο.
Παρά την απώλεια, όμως, θα εξακολουθήσει να εργάζεται, διατηρώντας ζωντανή τη «φωνή» και το έργο του, μετατρέποντας το πένθος σε δημιουργία.



GIPHY App Key not set. Please check settings