Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εντόπισε ελλείψεις στη διερεύνηση, συνοδευόμενες από επιζήμια έμφυλα στερεότυπα και συμπεριφορές που αποδίδουν την ευθύνη στα θύματα, στην υπόθεση ομαδικού βιασμού Βρετανίδας από Ισραηλινούς υπηκόους στην Αγία Νάπα της Κύπρου τον Ιούλιο του 2019.
- Η απόφαση δημοσιεύθηκε χθες και προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στη Βρετανία, όπου προβλήθηκε από τα μεγαλύτερα ΜΜΕ της χώρας.
Η καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχει να κάνει με αυτό καθαυτό το συμβάν, αλλά με τον χειρισμό της υπόθεσης από τις κυπριακές αρχές.
- Η 19χρονη (τότε) Βρετανίδα είχε ισχυριστεί πως είχε πέσει θύμα ομαδικού βιασμού από νεαρούς Ισραηλινούς στην Αγία Νάπα. Οι Ισραηλινοί είχαν συλληφθεί και λίγες μέρες αφέθηκαν ελεύθεροι, καθώς η Βρετανίδα ανακάλεσε την αρχική της καταγγελία, λέγοντας ότι δεν είπε την αλήθεια. Η ανάκληση έγινε μετά από 10 ημέρες συνεχούς ανακρίσεως της και πιέσεις, που ασκήθηκαν από τη κυπριακή Αστυνομία.
Το θέμα όμως δεν τέλειωσε με την ανάκληση της καταγγελίας, αφού η 19χρονη κατηγορήθηκε για δημόσια βλάβη και διατάραξης της δημόσιας τάξης, λόγω ψευδών ισχυρισμών.
- Από κατήγορος βρέθηκε στη θέση της κατηγορούμενης και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 μηνών. Ακολούθησε έφεση, και το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, αθωώνοντας την Βρετανίδα καθώς διαπιστώθηκαν διάφορες παραλείψεις στη διαδικασία διερεύνησης του ισχυρισμού της για βιασμό.
Νόμοι υπάρχουν, αλλά οι αστυνόμοι…
- Όπως διαπιστώνεται και από την απόφαση του ΕΔΑΔ η Κυπριακή Δημοκρατία δεν πάσχει από έλλειψη νομοθεσίας για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων σεξουαλικής βίας.
Ο βιασμός και η απουσία συναίνεσης σε σεξουαλική επαφή, είναι ποινικά αδικήματα, ενώ υφίστανται και διατάξεις για προστασία και υποστήριξη των θυμάτων.
- Το ΕΔΑΔ επιβεβαίωσε πως η κυπριακή αστυνομία δεν επέδειξε ολιγωρία στην διερεύνηση των ισχυρισμών της 19χρονης, και για αυτό σε λίγες ώρες συνέλαβε του ύποπτους Ισραηλινούς, οι οποίοι ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στην χώρα τους. Τέθηκαν υπό κράτηση ανακρίθηκαν και τους λήφθηκαν δείγματα γενετικού υλικού.
Όσο γρήγορα όμως άρχισε η έρευνα, άλλο τόσο απότομα διακόπηκε και σε αυτό φέρουν ευθύνες και οι αστυνομικές και οι εισαγγελικές αρχές. Η επίκληση της αλλαγής της κατάθεσης της 19χρονης, ήταν το κομβικό σημείο, κατά το οποίο η κυπριακή αστυνομία αντί να αναζητεί τους ύποπτους για βιασμό, άρχισε να ερευνά ως ύποπτη, για ψευδή καταγγελία, την νεαρή Βρετανίδα.
- Ο τρόπος που το κατ’ ισχυρισμό θύμα έγινε κατηγορούμενη δεν απασχόλησε ιδιαιτέρως το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο την καταδίκασε. Ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο στην έφεση, εντόπισε όλα τα λάθη και τις παραλείψεις και ακύρωσε την καταδίκη, δίνοντας νομικά όπλα στην 19χρονη, για να προσφύγει στο ΕΔΑΔ, κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεν σεβάστηκαν το «όχι» της
- Το ΕΔΑΔ στην απόφαση του επεσήμανε εκ νέου πως οι αστυνομικές αρχές, έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν κάθε μέτρο που είναι εύλογα δυνατό, για να εξασφαλίσουν όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιστατικό που ερευνούν, ενώ εναπόκειται σε αυτές να διερευνήσουν όλα τα πραγματικά περιστατικά και να αποφασίσουν, με βάση όλες τις περιβάλλουσες περιστάσεις.
Συμπλήρωσε ότι, παρατηρώντας επίσης ορισμένες ελλείψεις στην έρευνα, όπως η μη λήψη επαρκών ιατροδικαστικών και μαρτυρικών στοιχείων, υπήρξε παράλειψη των αρχών να εξετάσουν αν υπήρξε συναίνεση. Όπως σημειώνεται στην απόφαση, οι κυπριακές αρχές είχαν παραβλέψει το γεγονός ότι η 19χρονη είχε καταναλώσει αλκοόλ και κοκαΐνη, στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ικανότητά της να συναινέσει. Επίσης δεν έγινε καμία αναφορά στη ρητή διαφωνία της με την πρόταση να κάνει σεξ με κάποιους από τους υπόπτους ή στο ότι δεν έδειξαν καθόλου σεβασμό στην επιθυμία της για ιδιωτικότητα και στις τρεις περιπτώσεις που επέμεναν να εισέλθουν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου παρότι τους ζητήθηκε ρητά να αποχωρήσουν. Φαίνεται ότι δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια να ελεγχθεί αν είχαν λάβει μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η Βρετανίδα θα συναινούσε σε σεξουαλική συνέυρεση στις 17 Ιουλίου 2019, αλλά υπήρχε μαρτυρία ότι ορισμένοι από τους υπόπτους Ισραηλινούς ήλπιζαν και ανέμεναν ότι θα έκαναν σεξ μαζί της, υποθέτοντας απλώς ότι θα μπορούσαν να το κάνουν, αφού είχαν κάνει οι φίλοι τους.
- Επιπλέον, κατά την απόφαση του ΕΔΑΔ, φάνηκε ότι η απροθυμία των αρχών να συνεχίσουν περαιτέρω την έρευνα ή να κινήσουν ποινική διαδικασία είχε βασιστεί στη σεξουαλική ελευθεριότητα και τη συμπεριφορά της 19χρονης.
Όπως αναφέρεται, η αξιοπιστία της φαίνεται ότι αξιολογήθηκε στη βάση έμφυλων στερεοτύπων και συμπεριφορών που αποδίδουν την ευθύνη τα θύματα, καθώς λόγω φερόμενης συμμετοχής της σε ομαδικές σεξουαλικές δραστηριότητες στο παρελθόν, φάνηκε να θεωρείται δεδομένο ότι δεν θα αρνείτο να πράξει το ίδιο την ημέρα του κατ’ ισχυρισμό βιασμού.
Έψαχναν αφορμή να κλείσουν την υπόθεση
- Το ΕΔΑΔ, παρατήρησε επίσης ότι ενώ η απόφαση του επικεφαλής ανακριτή να διακόψει την έρευνα και η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην διατάξει τη συνέχιση της, βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε υποτιθέμενες αντιφάσεις στις καταθέσεις της Βρετανίδας, δεν είχαν λάβει υπόψη τους τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε δώσει κατάθεση και είχε ανακριθεί και την ψυχολογική επίδραση που μπορεί να είχε ο κατ’ ισχυρισμό βιασμός επάνω της, εκείνη τη στιγμή, ή αν βρισκόταν ακόμη υπό την επήρεια αλκοόλ, ναρκωτικών ή ηρεμιστικών που της είχε δώσει φίλη της για να την ηρεμήσει. Επιπλέον, δεν ήταν σαφές αν της είχε δοθεί χρόνος για ύπνο ή ξεκούραση μεταξύ του φερόμενου ως βιασμού και της πρώτης και της δεύτερης κατάθεσής της.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η 19χρονη που βρισκόταν μόνη της στην Κύπρο, παραπέμφθηκε σε ψυχολόγο μόλις στις 19 Ιουλίου 2019, δύο ημέρες μετά τον υποτιθέμενο ομαδικό βιασμό. Επιπλέον, παρότι είχε μιλήσει με γυναίκα αστυνομικό στις πρώτες της καταθέσεις, αυτό είχε γίνει χωρίς την παρουσία δικηγόρου, ψυχολόγου ή των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Μετά από έξι ώρες ανάκρισης καθ’ όλη τη διάρκεια του απογεύματος της 27ης Ιουλίου 2019, η 19χρονη είχε αναγκαστεί να ανακαλέσει την καταγγελία της, μετά τη 1:00 τα ξημερώματα, υποστηρίζοντας ότι οι μακρές και επαναλαμβανόμενες ανακριτικές καταθέσεις την οδήγησαν σε αυτή την απόφαση.
- Κατά την άποψη του ΕΔΑΔ, οι πολλές φορές που η 19χρονη χρειάστηκε να επαναλάβει στους αστυνομικούς, τί είχε συμβεί και η αποτυχία τους να υιοθετήσουν μια πιο ευαίσθητη προς το θύμα προσέγγιση, συνιστούσαν ένδειξη της εκ νέου θυματοποίησης της.
Προκαταλήψεις για τις γυναίκες
- Tο ΕΔΑΔ παρατήρησε ότι η υπόθεση αποκάλυψε ορισμένες προκαταλήψεις σχετικά με τις γυναίκες στην Κύπρο, οι οποίες εμπόδιζαν την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων της 19χρονης, ως πιθανό θύμα έμφυλης βίας.
Υπό το πρίσμα των πολυάριθμων ελλείψεων που εντοπίστηκαν, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς να εκφράσει γνώμη ως προς την ενοχή των υπόπτων, ότι η αντίδραση των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών στις καταγγελίες της Βρετανίδας για βιασμό, δεν ανταποκρίθηκαν στο καθήκον («θετική υποχρέωση») του κράτους να εφαρμόσει τις σχετικές ποινικές διατάξεις στην πράξη μέσω αποτελεσματικής έρευνας και δίωξης. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση των άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης.
Αποζημιώσεις
- Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να καταβάλει στην 25χρονη (σήμερα) €20.000 για ηθική βλάβη και €5.000 για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.
Πρόκειται για απόφαση Τμήματος του ΕΔΑΔ, κάτι που δίνει δικαίωμα και στις δύο πλευρές , εντός τριών μηνών, να ζητήσουν την παραπομπή της υπόθεσης στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Δικαστηρίου για οριστική απόφαση.
Πολύμηνος διασυρμός
- Μετά την καταγγελία της 19χρονης τον Ιούλιο του 2019, προκλήθηκε έντονη αντίδραση της κοινής γνώμης για τους νεαρούς Ισραηλινούς. Είχαν πραγματοποιήσει ομαδική επίσκεψη στη Κύπρο με σκοπό να «διασκεδάσουν» πριν καταταχθούν στο στρατό. Οι Ισραηλινοί αρνήθηκαν την ενοχή τους, υποστηρίζοντας ότι ήρθαν σε σεξουαλική επαφή με την 19χρονη με δική της συναίνεση. Μάλιστα παρουσιάστηκε και βίντεο που είχε ληφθεί από το δωμάτιο της Βρετανίδας, το οποίο δεν έδειχνε αντίδραση της την ώρα που υπήρχε ομαδική σεξουαλική δραστηριότητα με κάποιους από τους Ισραηλινούς. Παρουσιάστηκαν επίσης μηνύματα που είχε στείλει η ίδια προσκαλώντας κάποιους εξ αυτών στο δωμάτιο της.
Υπήρξε έντονη κινητοποίηση από το Ισραήλ ώστε οι νεαροί μετά την ανάκληση της αρχικής καταγγελίας της 19χρονης, να επιστρέψουν στη χώρα τους όπως και έγινε. Μάλιστα στο δικαστήριο, όταν είχαν οδηγηθεί για να εκδοθεί διάταγμα προφυλάκισης τους εμφανίστηκαν εκπρόσωποι της πρεσβείας του Ισραήλ, ενώ όταν αφέθηκαν ελεύθεροι σημειώθηκαν πανηγυρισμοί από τους ύποπτους και τους φίλους τους.
- Υπήρξε και παρέμβαση της Βρετανικής κυβέρνησης ώστε η 19χρονη να επιστρέψει στη Βρετανία για να συνεχίσει τις σπουδές της. Ωστόσο η Βρετανίδα παρέμεινε στη Κύπρο και για μήνες διασυρόταν ως άτομο που προσπάθησε να εκδικηθεί τους Ισραηλινούς, όχι γιατί την βίασαν, αλλά γιατί την έβγαλαν βίντεο, το οποίο ανέβασαν στο διαδίκτυο.
Ο τρόπος με τον οποίο της είχαν συμπεριφερθεί οι κυπριακές αστυνομικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, έδειχνε σαφή προκατάληψη, αφού έδειχναν να επιθυμούν την καταδίκη της.
Όταν οδηγήθηκε στο Δικαστήριο ως κατηγορούμενη για δημόσια βλάβη, ο Δικαστής Μ. Παπαθανασίου την έκρινε ένοχη πέρα πάσης λογικής αμφιβολίας. Στην πρωτόδικη απόφαση αναφερόταν ότι το Δικαστήριο, «έκανε αποδεκτή ως αξιόπιστη τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας», οι οποίοι «έκαναν πολύ καλή εντύπωση», έδωσαν «άμεσες και σαφείς απαντήσεις στις ερωτήσεις που τους υπεβλήθηκαν, ενώ οι αφοπλιστικές απαντήσεις τους δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης».
- Την ίδια ώρα το Δικαστήριο απέρριψε «ως παντελώς αναξιόπιστη» τη μαρτυρία της κατηγορούμενης από την οποία «το Δικαστήριο δεν αποκόμισε καλή εντύπωση, ότι δεν είπε την αλήθεια και προσπάθησε να παραπλανήσει το Σώμα» ενώ τελικά σε νέα κατάθεση της στις 28/7/19 παραδέχθηκε ότι «είπε ψέματα πως βιάστηκε στις 17/7/19, πως η αλήθεια είναι ότι δεν βιάστηκε και πως όσα έγιναν στο διαμέρισμα ήταν με τη συγκατάθεση της». Σύμφωνα με τον Δικαστή Μ. Παπαθανασίου το Δικαστήριο έκρινε ότι «έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η ενοχή της κατηγορουμένης» και πρόσθεσε ότι «η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την υπόθεση εναντίον της 19χρονης η οποία και κρίθηκε ένοχη για τη διάπραξη του αδικήματος που κατηγορείτο».
Κατόπιν αυτών την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών με τριετή αναστολή και 140 ευρώ πρόστιμο για τα έξοδα του δικαστηρίου.
- Κατά την έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο ης Κύπρου αποφάνθηκε πως πρωτόδικα παραβιάστηκε το δικαίωμα της 19χρονης σε δίκαιη δική με αποτέλεσμα αυτό να καθιστά επισφαλή την καταδίκη της. Συνεπώς το Ανώτατο προχώρησε σε αθώωσή της. Στην πολυσέλιδη απόφασή αναφερόταν ότι «έστω και αν τα ευρήματα της πρωτόδικης απόφασής βασίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων η απόφαση μπορεί να παραμεριστεί, εάν φαίνεται τόσο ανασφαλής ή ανεπαρκής, ώστε να υπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία στο μυαλό του Εφετείου, σε σχέση με την ορθότητα της».
GIPHY App Key not set. Please check settings